μουρεΐνη

μουρεΐνη
η
(βιοχ.) σημαντικό συστατικό τού τοιχώματος τών βακτηρίων, η σκληρότητα τού οποίου καθορίζει τη μορφή τού βακτηριακού κυττάρου, αλλ. πεπτιδογλυκάνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”